υἱοθετέω

English (LSJ)

adopt as a son, PLips.28.22 (iv A. D.), Cat. Cod.Astr.6.68 (both Pass.).

German (Pape)

[Seite 1176] zum Sohne annehmen, adoptiren, N.T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

υἱοθετέω: ὡς καὶ νῦν, προσλαμβάνω τινὰ ἢ ἀνακηρύττω ὡς υἱόν μου μὴ ὄντα φύσει ἐμὸν υἱόν, Ἀλέξ. Ἁλ. 557C, Εὐσέβ. Ι, 528Α, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 425Β, Δαμασκ. Ι, 1253C, Βασιλικ. τ. 1, σ. 153, κλπ.