υἱόν
From LSJ
English (LSJ)
ἀναδενδράδα, Hsch.; cf. ὑιήν.
Greek (Liddell-Scott)
υἱόν: τό, ἀγρία ἄμπελος (ἀναδενδρὰς) Ἡσύχ., πρβλ. υἱή.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀναδενδράδα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του υιή (II)].
Full diacritics: υἱόν | Medium diacritics: υἱόν | Low diacritics: υιόν | Capitals: ΥΙΟΝ |
Transliteration A: hyión | Transliteration B: huion | Transliteration C: yion | Beta Code: ui(o/n |
ἀναδενδράδα, Hsch.; cf. ὑιήν.
υἱόν: τό, ἀγρία ἄμπελος (ἀναδενδρὰς) Ἡσύχ., πρβλ. υἱή.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀναδενδράδα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του υιή (II)].