φάγησις
German (Pape)
[Seite 1249] ἡ, das Essen, Fressen, zw.
Greek (Liddell-Scott)
φάγησις: -εως, ἡ, τὸ τρώγειν, καθαιρεῖ ἰσχὺν ἡ ὑδροποσία καὶ φάγησις σπερμάτων Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 236Α.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α
το να τρώει κανείς άπληστα, αδηφαγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -ησις (πρβλ. σίτησις)].