Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φάκα
Greek Monolingual
η, Ν 1.ποντικοπαγίδα 2.φρ. «πιάστηκε στην φάκα» — συνελήφθη επ' αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. είναι δάνεια από το τουρκ. fak, ενώ η σύνδεση της με τη λ. φακός δεν θεωρείται πιθανή].