φάλα

English (LSJ)

ἡ μικρὰ κάρα, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ μικρὰ κάρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Η σύνδεση του τ. με τη λ. φάλος «τμήμα της περικεφαλαίας» παραμένει ανεπιβεβαίωτη].