ἡ μικρὰ κάρα, Hsch.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ἡ μικρὰ κάρα».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Η σύνδεση του τ. με τη λ. φάλος «τμήμα της περικεφαλαίας» παραμένει ανεπιβεβαίωτη].