φάλτσο

Greek Monolingual

και φάλσο, το, Ν
1. η τονική παρέκκλιση από το σωστό τονικό ύψος
2. λάθος, σφάλμα
3. φαλτσαστέκα
4. (στο ποδόσφ.) φαλτσάρισμα
5. στον πληθ. τα φάλτσα
τα δερμάτινα τεμάχια που απομένουν μετά το κόψιμο του πτερνίτη, του τακουνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falso «λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος»].