παρέκκλιση

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

η / παρέκκλισις, -ίσεως, ΝΜΑ παρεκκλίνω
1. απομάκρυνση από την αρχική κατεύθυνση, εκτροπή
2. μτφ. απομάκρυνση από τον δρόμο της ηθικής, ηθική παρεκτροπή, έκλυση ηθών, εκτροπή από διακηρυγμένες θέσεις, τοποθετήσεις, αρχές, επιδιώξεις, το λοξοδρόμημα
νεοελλ.
η γωνία και η απόσταση κατά την οποία παρεκκλίνει κανείς ή κάτι.