φάντωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, one who displays, σεμνῶν φ. νυκτῶν IG22.3411 (ii A. D.).

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
αυτός που επιδεικνύει ή φανερώνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν- του φαίνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. λυμάντωρ)].