φάριον

English (LSJ)

τό, Dim. of φᾶρος: = ἐρεοῦς κεκρύφαλος, Poll.7.66.

Greek (Liddell-Scott)

φάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ φάρος· = ἐρεοῦς κεκρύφαλος, κατὰ τὸν Πολυδ. Ζϳ, 66.

German (Pape)

τό, erkl. Poll. 7.67 ὁ ἐρεοῦς κεκρύφαλος.