φάσκελο

Greek Monolingual

και σφάκελο, το, Ν
μούντζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφάκελος (II) «υβριστική χειρονομία, μούντζα», με αλλαγή γένους κατά τα ουδ. Ο τ. φάσκελο με μετάθεση του -σ-].