φέροπλος
English (LSJ)
φέροπλον, bearing arms, Pae.Delph.8, Max.380.
German (Pape)
[Seite 1262] Waffen tragend, Maxim.
Greek (Liddell-Scott)
φέροπλος: -ον, ὁ φέρων ὅπλα, Μάξιμ. π. καταρχ. 180.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει όπλα, οπλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ῥίψοπλος].