φέρος

Greek Monolingual

τὸ, Μ
η φορά τών πραγμάτων («ἔφερε τὸ φέρος», Χρον. Μop.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος].