φέρτρυς

English (LSJ)

ἆθλος (Thurii), Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Θουρίους) «ἆθλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + επίθημα -τύς (πρβλ. κλιτύς, ὀρχηστύς) με αφομοιωτική ανάπτυξη -ρ- στην κατάλ. Για τη σημασιολογική σχέση του τ. φέρτρυς
ἆθλος με το ρ. φέρω πρβλ. τις φρ. ἄεθλον φέρεσθαι, τά νικητήρια φέρειν].