φίμωτρο

Greek Monolingual

το / φίμωτρον, ΝΜΑ, και φίμετρον Α
νεοελλ.
πλέγμα με το οποίο περιβάλλεται το ρύγχος τών ζώων για να μην μπορούν να δαγκώνουν ή να τρώνε
μσν.-αρχ.
(γενικά) όργανο με το οποίο φράζεται ή κρατείται κλειστό κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιμῶ + επίθημα -τρον (πρβλ. πλήκ-τρον, σήμαν-τρονν)].