φαέσασθαι

English (LSJ)

ἰδεῖν, μαθεῖν, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἰδεῖν, μαθεῖν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αορ. που αντιστοιχεί στον ενεστ. φαέθω.