φαβίδες
Greek Monolingual
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη ή λεγκουμινώδη, η οποία περιλαμβάνει 15.000 περίπου είδη δενδρωδών, θαμνωδών, αναρριχητικών και ποωδών φυτών με κοσμοπολιτική κατανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. fabaceae].