φαβώδη
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Greek Monolingual
τα, Ν
βοτ. μια από τις τρεις μεγαλύτερες τάξεις τών αγγειόσπερμων φυτών, γνωστή και ως λεγκουμινώδη ή χεδρωπά, η οποία περιλαμβάνει μερικά από τα γνωστότερα εδώδιμα φυτά, όπως είναι η φασολιά, η φιστικιά και η μπιζελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. fabales].