φαγοπότι

Greek Monolingual

το, Ν
1. το να τρώει και να πίνει κανείς συγχρόνως
2. συνεκδ. ευωχία, γλέντι, ξεφάντωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγί + ποτό ως υποκορ. ενός αμάρτυρου φαγόποτον].