φαιοφύκη
Greek Monolingual
τα, Ν
βοτ. κλάση καστανόχρωμων φυκών, η μόνη της διαίρεσης φαιόφυτα, που περιλαμβάνει 1.500 περίπου είδη πολυκύτταρων φυκών τα οποία, στη μεγάλη τους πλειονότητα, είναι θαλάσσια και αφθονούν στα ψυχρά νερά κατά μήκος τών ηπειρωτικών ακτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phaeophyceae < φαιός + φύκος].