φαιόφυτα

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. διαίρεση φυκών που περιλαμβάνει την κλάση φαιοφύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phaeophyta < φαιός + φυτό].