Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φαλαινοθήρας
Greek Monolingual
ο, Ν αυτός που αλιεύει φάλαινες. [ΕΤΥΜΟΛ.<φάλαινα+ -θήρας (<θήρα «κυνήγι»), πρβλ.χρυσο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].