φαρκιδώδης

English (LSJ)

φαρκιδῶδες, wrinkled, Hp. ap. Erot.; to be restored for φορακιώδης in Id.Mul.2.172.

German (Pape)

[Seite 1255] ες, runzlig, voll Runzeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρκῑδώδης: -ες, (εἶδος) ῥυτιδώδης, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. (σ. 388) καὶ Γαλην. (586)· οὕτω δὲ διορθωτέον ἐν Ἱππ. 663, 42 ἀντὶ φορακώδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φαρκίς, -ῖδος]
γεμάτος ρυτίδες.