φασγάνω

English (LSJ)

slaughter with the sword, Hsch. (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1257] mit dem Schwerte morden, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φασγάνω: σφάζω διὰ τοῦ ξίφους, «φασγάνεται· ξίφει ἀναιρεῖται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α φάσγανον
σφάζω με φάσγανο.