φατνίον

English (LSJ)

τό, Dim. of φάτνη, socket of a tooth, Sor.1.118, Gal. 2.754, UP11.8: gum, τὸ ἀνωτέρω φ. Ph.2.238.

Greek (Liddell-Scott)

φατνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ φάτνη. ΙΙ. ἡ θήκη ὀδόντος ἢ τὸ οὖλον, Γαλην. τ. 2, σ. 211F· τὸ ἀνωτέρω φ. (κοινῶς φέρεται ἐνδοτέρω) Φίλων 2, 238· πρβλ. Πολυδ. Β΄, 93· καὶ φάτνωμα.