φάτνωμα
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
-ατος, τό,
A coffered work in a ceiling, A.Fr.78: pl., coffers or compartments, Plb. 10.27.10, Callix.2; ξύλινα φατνώματα IGRom.4.556 (Ancyra).
II projecting platform, Moschio ap Ath.5.208b.
III = φατνίον, Gal.14.778, Simp. in Ph.371.21, Eust.547.4; = mandibulum, Glossaria.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lambris.
Étymologie: DELG φάτνη.
Russian (Dvoretsky)
φάτνωμα: ατος τό Aesch., Polyb. = φάτνη 2.
Greek (Liddell-Scott)
φάτνωμα: τό, φατνωτὰ κοσμήματα ἐν τῇ ὀροφῇ, Λατ. lacunar, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72· ἐν τῷ πληθ., τὰ κανονικὰ κοῖλα χωρίσματα ὀροφῆς, Λατιν. laquearia, Πολύβ. 10, 27, 10, Καλλίξενος παρ’ Ἀθην. 196C· φ. ξύλινα Συλλ. Ἐπιγραφ. (Προσθῆκαι) 3847m. II. αἱ κατὰ τὰ πλευρὰ τοῦ πλοίου ὀπαί, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208Β. ΙΙΙ. = φατνίον ΙΙ, Εὐστ. 547. 4. ― Πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 227C.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ φατνῶ / φατνώνω
1. καθένα από τα κοίλα ορθογώνια που σχηματίζονται στην οροφή από την διασταύρωση τών δοκών της
2. η ανάγλυφη πλάκα που καλύπτει τα κοίλα τετράγωνα της οροφής («το τε ὀρόφωμα ποιῆσαι ἐκ φατνωμάτων χρυσοῦν», Ευσ.)
νεοελλ.
1. κατακόρυφο άνοιγμα στον προστατευτικό θώρακα, από όπου περνά ο σωλήνας πυροβόλου
2. (δημ. έργ.) το μεταξύ τών κύριων δοκών και δύο διαδοχικών δοκίδων διάστημα μιας γέφυρας
3. (αερον.) ένα από τα πολλά διαμερίσματα της ατράκτου αεροπλάνου
μσν.
φατνίο
αρχ.
στον πληθ. τὰ φατνώματα
τρύπες στα πλευρά πλοίου, από τις οποίες ρίχνονταν βλήματα κατά τών εχθρών.