φερέσπονδος

German (Pape)

[Seite 1261] Trankopfer bringend, als N. pr. Nonn. 18, 313.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που προσφέρει σπονδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -σπονδός (< σπονδή), πρβλ. παρά-σπονδος, φιλό-σπονδος].