φερέφωνο
Greek Monolingual
το, Ν
1. ηχώ, αντίλαλος
2. μέσο μεταφοράς της φωνής
3. μτφ. άνθρωπος που, ενώ δεν έχει προσωπική γνώμη και πρωτοβουλία, εκφράζει ακούσια ή εκούσια τις απόψεις άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -φωνο (< φωνή), πρβλ. μεγά-φωνο. Η λ., στον λόγιο τ. φερέφωνον, μαρτυρείται από το 1897 στο Πρόγραμμα του Νεολόγου Κωνσταντινουπόλεως].