φερετρεύομαι
English (LSJ)
Pass., to be carried on a φέρετρον, Plu.Marc.8.
Russian (Dvoretsky)
φερετρεύομαι: быть носимым в торжественном шествии (φερετρευόμενον τρόπαιον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φερετρεύομαι: φέρομαι ἐπὶ φερέτρου, δηλ. φορείου, ἐπὶ τοῦ τροπαίου ὃ ἐφέρετο ἐπὶ φορείου ἐν πομπῇ εἰς τὸν Φερέτριον Δία, Πλουτ. Μάρκελλ. 8.
Greek Monolingual
Α φέρετρον
(για τρόπαιο) μεταφέρομαι σε φορείο κατά τη διάρκεια πομπής προς τον ναό του Φερετρίου Διός.
Greek Monotonic
φερετρεύομαι: Παθ., μεταφέρομαι πάνω σε φορείο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
φερετρεύομαι,
Pass. to be carried on a litter, Plut. [from φέρετρον