τρόπαιον

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόπαιον Medium diacritics: τρόπαιον Low diacritics: τρόπαιον Capitals: ΤΡΟΠΑΙΟΝ
Transliteration A: trópaion Transliteration B: tropaion Transliteration C: tropaion Beta Code: tro/paion

English (LSJ)

τό, old Att. τροπαῖον Hdn.Gr.1.369:—trophy, i.e. a monument of the enemy's defeat (τροπή ΙΙ), usually made of wood (D.S.13.24), but sometimes of bronze (Plu.Alc.29), or stone (Paus.1.33.2); τρόπαιον στῆσαι Th.2.92, etc.: freq. with genitive, στῆσαι τροπαῖα τῶν κακῶν E. Or.713; τρόπαιον αὐτοῦ στήσομαι Id.Andr.763; ὅταν τροπαῖα πολεμίων στήσῃ στρατός ib.694; τρόπαιον ἂν στήσαιτο τῶν ταύτης τρόπων Ar.Pl.453; τροπαῖα τῶν πολεμίων ἀποδεῖξαι And.1.147; ἔστησαν τρόπαιον ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος τῶν βαρβάρων Lys.2.25, cf. X.An.7.6.36; also θήσειν τροπαῖα, θράσους θέσθαι τροπαῖον, A.Th.277, Ar.Lys.318; τροπαῖ' ἱδρύεται E.Heracl.786; τ. πῶς ἀναστήσεις Διί; Id.Ph.572; τρόπαιον ἐγεῖραι Luc.Dem. Enc.40; νίκης τ. S.Tr.751; στῆσαι τρόπαιον τῆς τροπῆς, τῆς ἱππομαχίας, for, in memory of... Th.2.92, 6.98; so τροπαῖ' ἔστησε τῶν ἐμῶν χερῶν S. Tr.1102; χορῶν . . νίκης ἔστησε τροπαῖα Ar.Eq.521 (anap.); so στῆσαι τροπαῖα κατὰ or ἀπὸ τῶν πολεμίων, Lys.18.3, Aeschin.3.156, cf. Isoc. 5.148, D. 20.78.

German (Pape)

[Seite 1151] τό, ion. u. altattisch τροπαῖον (vgl. Valck. Phoen. 1480 Koen Greg. 20, B. A. p. 678, 20 u. Schol. Ar. Plut. 453), eigtl. neutr. vom Folgdn, das Sieges- od. eigtl. Fluchtdenkmal, wo die Feinde in die Flucht geschlagen sind; es bestand einfach aus ekbeuteten Rüstungen, Schilden u. Helmen der Feinde, die an einen Baum oder eine aufgerichtete Stange aufgehängt wurden, dah. τροπαῖα στῆσαι, Is. 4, 87; ἕστακε δ' Ἄτας τρόπαιον ἐν πύλαις, Aesch. Spt. 937; ἐπεύχομαι θήσειν τρόπαια, 259; κοὐδεὶς ἔστησε τροπαῖα τῶν ἐμῶν χερῶν, Soph. Trach. 1092; τροπαῖον αὐτοῦ στήσομαι, Eur. Andr. 764; τροπαῖον στῆσαι, στήσασθαι, Ar. Equ. 519 Th. 697; θέσθαι, Lys. 318; ἀθυμοῦντες ἄνδρες οὔπω τρόπαιον ἔστησαν, Plat. Critia. 108 c; τρόπαια βαρβάρων, ein Fluchtdenkmal gegen od. zum Andenken an einen Sieg über die Barbaren, Menex. 240 d; Xen. An. 7, 6, 36, wie Conv. 8, 38; auch τροπαῖα ἀπὸ τῶν πολεμίων, Dem. Lpt. 78; vgl. Aesch. 3, 156. – Da solche Siegeszeichen dem Zeus τρόπαιος geweiht wurden, so galten sie auch dem Feinde als heilig und blieben von ihm gewöhnlich unangetastet.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
trophée, monument de victoire élevé, avec les armes prises à l'ennemi, à l'endroit où la déroute (τροπή) avait commencé.
Étymologie: neutre de τρόπαιος.

Russian (Dvoretsky)

τρόπαιον: ион. и староатт. τροπαῖον τό тж. pl. памятник обращения врагов в бегство, т. е. памятник победы, трофей (воздвигавшийся обычно из неприятельских доспехов в месте, откуда неприятель начинал отступление): στῆσαι τ. τῆς τροπῆς Thuc. воздвигнуть трофей в память обращения (неприятеля) в бегство; τ. νίκης Soph. или δορός (v.l. Δϊί) Eur. трофей в ознаменование победы; τρόπαιά τινος Xen., Plat., κατά τινος Lys. etc. и ἀπό τινος Dem. etc. памятник победы над кем-л.; τ. ἱππομαχίας Thuc. трофей в память победоносного конного сражения; τ. ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος Lys. трофей в честь Эллады.

Greek (Liddell-Scott)

τρόπαιον: τό, Ἰων. καὶ ἀρχ. Ἀττ. τροπαῖον Ἀρκάδ. 120. 22. Α. Β. 678, κλπ.· - Λατιν. tropaeum. Τραγικ., κλπ., πρόχειρον θριαμβευτικὸν μνημεῖον ἐγειρόμενον ἐπὶ τῇ τροπῇ (ΙΙ) πολεμίων, σύμβολον νίκης, συνίστατο δὲ ἐξ ἀσπίδων, περικεφαλαιῶν καὶ ἄλλων ὅπλων ληφθέντων ἐκ τῶν πεσόντων πολεμίων, ἅτινα ἀνηρτῶντο εἰς δένδρα ἢ συνηθέστερον ἐστήνοντο ἐπὶ ξυλίνων στύλων. Ἂν ὁ ἐχθρὸς ἠνείχετο τὴν ἔγερσιν τοῦ τροπαίου, ἐδήλου διὰ τούτου ὅτι ὡμολόγει τὴν ἧττάν του· ἅπαξ δὲ στηθὲν καθιεροῦτο εἰς Δία τὸν Τροπαῖον καὶ ἦτο ἀπαραβίαστον· ὅταν δὲ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἐλαμβάνοντο τὰ λάφυρα, ἑκάτεροι ἤγειρον τρόπαιον, Θουκ. 2. 92, κλπ., ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιοτ. Ἡ συνήθης φράσις ἦτο στῆσαι ἢ στήσασθαι τρ., Εὐρ. Ὀρ. 713, Ἀνδρ. 763, Ἀριστοφ. Πλ. 453, Θουκ. 6. 98, κλπ., πρβλ. Πόρσωνα εἰς Εὐρ. Φοιν. 581 (572)· ὡσαύτως, τρ. θεῖναι, θέσθαι Αἰσχύλ. Θήβ. 277, Ἀριστοφ. Λυσ. 318· ἱδρῦσαι Εὐρ. Ἡρακλ. 786· ἐγεῖραι Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 40· - τρ. νίκης Σοφ. Τρ. 751· τρ. δορὸς Εὐρ. Φοίν. 572· ἀλλά, στῆσαι τρ. τῆς τροπῆς, τῆς ἱππομαχίας, διὰ τὴν τροπή, διὰ τὴν ἱππομαχίαν, εἰς ἀνάμνησιν αὐτῆς, Θουκ. 2. 92., 6. 98 ὡσαύτως καὶ μετὰ γενικ. προσώπου, τροπαῖα τῶν πολεμίων ἀποδεικνύναι, ἐπὶ τῇ κατ’ αὐτῶν νίκῃ, Ἀνδοκ. 19. 11· στῆσαι Εὐρ. Ἀνδρ. 694, πρβλ. 763· τῶν βαρβάρων Λυσί. 193. 6, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36· οὕτω, τροπαῖ’ ἔστησε τῶν ἐμῶν χερῶν Σοφ. Τρ. 1102· χορῶν... ἔστησε τροπαῖα Ἀριστοφ. Ἱππ. 521· οὕτω, στῆσαι τροπαῖα κατὰ ἢ ἀπὸ τῶν πολεμίων, Λατιν. triumphare de aliquo, Λυσί. 149. 27, Αἰσχίν. 75. 40, πρβλ. Ἰσοκρ. 112Α, Δημ. 480. 18. - Ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ.

Greek Monolingual

το / τρόπαιον, ΝΜΑ, και ιων. και αρχ. αττ. τ. τροπαῖον, Α
1. (κατά την αρχαιότητα) πρόχειρο αναμνηστικό μνημείο, αποτελούμενο συνήθως από σωρό λαφύρων, που στηνόταν από τους νικητές στο πεδίο της μάχης, στο σημείο ακριβώς στο οποίο είχε νικηθεί ο εχθρός
2. (κατ' επέκτ.) σύμβολο νίκης
νεοελλ.
συνεκδ. μεγάλη νίκη, θρίαμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροπή + κατάλ. -αιον, ουδ. του -αιος].

Greek Monotonic

τρόπαιον: αρχ. Αττ. τροπαῖον, τό, τρόπαιο, Λατ. tropaeum, σε Τραγ. κ.λπ.· δηλ. πρόχειρο θριαμβευτικό μνημείο που εγειρόταν για την ήττα του εχθρού (τροπή II) ως σύμβολο νίκης, αποτελούμενο από όπλα του εχθρού, τα οποία αναρτούνταν σε δέντρα ή στήνονταν σε ξύλινους στύλους· η συνήθης φράση ήταν στῆσαι ή στήσασθαι τρόπαιον, στήνω τρόπαια, σε Ευρ., Θουκ.· ἱδρῦσαι, σε Ευρ.· με γεν. προσ., τροπαῖα τῶν πολεμίων, τρόπαιο κερδισμένο από τον εχθρό, στον ίδ.· ομοίως, τροπαῖ' ἔστησε τῶν ἐμῶν χερῶν, σε Σοφ.· επίσης στῆσαι τροπαῖα κατὰ ή ἀπὸ τῶν πολεμίων, Λατ. triumphare de aliquo, σε Οράτ.

Middle Liddell

τρόπαιον, ου, τό,
a trophy, Lat. tropaeum, Trag., etc.; i. e. a monument of the enemy's defeat (τροπή II), consisting of arms taken from the enemy, hung on trees or posts; the common phrase was στῆσαι or στήσασθαι τρ. to set up trophies, Eur., Thuc.; ἱδρῦσαι Eur.; c. gen. pers., τροπαῖα τῶν πολεμίων a trophy won from the enemy, Eur.; so, τροπαῖ' ἔστησε τῶν ἐμῶν χερῶν Soph.; and, στῆσαι τροπαῖα κατὰ or ἀπὸ τῶν πολεμίων, Lat. triumphare de aliquo, Oratt.

Mantoulidis Etymological

(=σύμβολο νίκης). Ἀπό τό τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.