φερόλβιος

English (LSJ)

φερόλβιον, bringing happiness, Orph.H.64.12, 68.2.

German (Pape)

[Seite 1262] Glück bringend, Orph. H. 63, 12.

Greek (Liddell-Scott)

φερόλβιος: -ον, ὁ φέρων, ὄλβον, εὐτυχίαν, Ὀρφ. Ὕμν. 63. 12, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που φέρνει ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ὄλβος + κατάλ. -ιος].