φεύγυδρος

English (LSJ)

φεύγυδρον, (ὕδωρ) shunning water, Polybus ap.Cael.Aur. CP3.9.

German (Pape)

[Seite 1266] das Wasser fliehend, wasserscheu, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φεύγυδρος: -ον, (ὕδωρ) ὁ φεύγων τὸ ὕδωρ, ὡς τὸ ὑδροφόβος, Πόλυβος παρὰ τῷ Cael. Arrel. M. Ae. 3. 9.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που από φόβο αποφεύγει το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + -υδρος (< ὕδωρ, ὕδατος), πρβλ. φίλυδρος].