φθεγματική, φθεγματικόν, vocal, μαντεῖον Max. Tyr.41.1.
[Seite 1270] ertönend, μαντεῖον Max. Tyr.
φθεγματικός: -ή, -όν, ὁ φθεγγόμενος, φθεγματικὸν μαντεῖον Μάξιμ. Τύρ. τ. 2, σ. 274.
-ή, -όν, Α φθέγμα, -ατος]αυτός που παράγει φωνή.