φθονητικός
English (LSJ)
φθονητική, φθονητικόν, envious, ἕξις Plu.2.682d; φθονητική, ἡ, Phld.Vit.p.43J. Adv. φθονητικῶς Plu. l. c.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
φθονητικός: завистливый, недоброжелательный (ἕξις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φθονητικός: -ή, -όν, φθονερός, τὴν φθονητικὴν ἕξιν Πλούτ. 2. 682C. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φθονητός
φθονερός.
επίρρ...
φθονητικῶς Α
με φθονερό τρόπο.