φιαλίσκη

English (LSJ)

ἡ, Doric φιαλίσκα, = φιαλίδιον, Schwyzer 182a8 (Gortyn, v/iv BC), Sch. Ar. Ra. 1403.

Greek Monolingual

ἡ, Α
υποκορ. τ. του φιάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη, θηλ. του -ίσκος (πρβλ. παιδίσκη)].