φιλάδικος

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάδικος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ἄδικον, Κ. Μανασσ. Χρον. 3160, 3818, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλάδικος, -ον, ΝΜ
αυτός που αγαπά το άδικο, την αδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄδικος.