Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φιλάρπαγας
Greek Monolingual
ο, η / φιλάρπαξ, -αγος, ΝΜ αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να ιδιοποιείται ξένα κτήματα ή πράγματα, να κλέβει. [ΕΤΥΜΟΛ.<φιλ(ο)- +ἅρπαξ «αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται»].