φιλεπίδημος

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεπίδημος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ διαμένῃ ἔν τινι τόπῳ, ἐπιδημικός, τοῖς Μήδοις φιλεπίδημον ἦν τὸ κακὸν Θεοφ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 56Α (104, 17, ἔκδ. Βόννης), κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που του αρέσει να μένει σε έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐπίδημος «αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο»].