φιλοδαίμων

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδαίμων: -ον, γεν. ονος, ὁ φιλῶν τοὺς δαίμονας ἢ τὰ εἴδωλα, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 88Β, τ. 2, σ. 141, 74.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που λατρεύει τους δαίμονες, τα ψεύτικα είδωλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δαίμων (πρβλ. κακοδαίμων)].

German (Pape)

ονος, Dämonen, Götzen liebend, verehrend, K.S.