φιλοκατήγορος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί τους άλλους, που έχει τη ροπή να ψέγει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κατήγορος.