φιλομήτηρ

English (LSJ)

ερος, ὁ, ἡ, = φιλομήτωρ, Sammelb.343,5025.

Greek Monolingual

-ερος, ὁ, ἡ, Α
φιλομήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μήτηρ (< μήτηρ, βλ. λ. μητέρα), πρβλ. δυσμήτηρ.