φιλομεῖραξ

English (LSJ)

ακος, ὁ, ἡ, = φιλομειράκιος (fond of boys), Ath. 13.603e ; epithet of Artemis, Paus. 6.23.8.

German (Pape)

[Seite 1282] ακος, Knaben liebend; D. L. 4, 40; Ath. XIII, 603.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομεῖραξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μείρακας, Ἀθήν. 603Ε, Παυσ. 6. 23, 6.

Greek Monolingual

-είρακος, ὁ, ἡ, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Αρτέμιδος) αυτός που αγαπά τους εφήβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μεῖραξ «νεαρός, έφηβος»].