νεαρός
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
English (LSJ)
νεαρά, νεαρόν, poet. for νέος (also in later Prose, v. infr.),
A youthful, παῖδες Il.2.289, cf. Pi.P.10.25, etc.; τὸ ἦθος νεαρός, opp. νέος τὴν ἡλικίαν, Arist.EN1095a7; νεαροί = youths, A.Ag.359, 1504 (both anap.); ν. ἥβη Ar.Fr.467; = νεαλής, νεαρὸς στρατός Hdn.3.7.5; τὸ νεαρὸν = youthful spirit, X.Cyr.1.4.3; λόγος νεαρὸς καὶ θεατρικός Plu.2.802e; σχηματισμοὶ πολὺ τὸ νεαρὸν ἔχοντες D.H.Comp.23.
2 of things, new, ὕμνοι Hes.Fr.265; νεαρὰ ἐξευρεῖν Pi.N.8.20; fresh, μυελός A.Ag.76 (anap.); σώματα X. Cyn.9.10; νεαρὸν δέλεαρ, opp. σαπρόν, Arist.HA534b4; τροφή Id.PA 675b29; νεαρὸς τυρός, ὄστρεα, Dsc.2.71, Ath.1.7d; νεαρώτεροι κλῶνες Gal.12.283; καππάρεως ὅτι νεαρωτάτης PCair.Zen.488 (iii B.C.).
3 of events, recent, ξυντυχίαι S.Ant.157 (anap.); of a letter, D.L.1.112.
4 αἱ νεαραί (sc. διατάξεις) title of the novellae of Justinian; ἡ θεία καὶ ν. διάταξις PGrenf.1.62.13 (vi A.D.).
II Adv. νεαρῶς = youthfully, rawly, Luc.Hist.Conscr.50: Comp., διειλεγμένον νεαρωτέρως = with more spirit, Isoc.12.229. [νεα- by synizesis, as one long syllable, Pi.ll.cc.; cf. νηρός.]
German (Pape)
[Seite 235] jung, jugendlich; παῖδες, Il. 2, 289; υἱός, Pind. P. 10, 25; auch ἀρετά, I. 7, 47; νεαρὰ ἐξευρόντα, Neues, N. 8, 20; μυελός, Aesch. Ag. 76; ὁ ν., der Knabe, 350. 1485; βρέφος ἔλιπον ἀγκάλαις νεαρὸν τροφοῦ, νεαρὸν ἐν δόμοις, Eur. I. T. 835 u. sp. D.; auch Xen. Cyn. 9, 10; bes. in sp. Prosa, Luc. τῆς ἐπινοίας νεαρώτερον, Zeux. 1., u. adv. νεαρῶς, hist. conscr. 50; Plut. oft, νεαρὰν ποιεῖν τὴν ὄρεξιν, Symp. 6, 2, 2; καὶ πρόσφατος, vom Fleische, frisch, 6, 10, 1; auch übertr., ἐπὶ προσφάτοις καὶ νεαροῖς λόγοι ψευδεῖς συντεθέντες, Conv. sept. sap. A.; νεαρὸς τὸ ἦθος neben νέος τὴν ἡλικίαν, Arist. eth. 1, 3, 7.
French (Bailly abrégé)
νεαρά, νεαρόν :
I. jeune, d'où
1 qui a la fraîcheur de la jeunesse, tendre, délicat ; τὸ νεαρόν, air de jeunesse;
2 jeune de caractère ; en parl. du style exubérant;
II. nouveau :
1 neuf;
2 récent;
3 nouveau, renouvelé.
Étymologie: νέος.
Russian (Dvoretsky)
νεᾰρός:
I 3
1 молодой, юный: νεαροὶ παῖδες Hom. маленькие дети; διαφέρει οὐθὲν νέος τὴν ἡλικίαν ἢ τὸ ἧθος ν. Arst. неважно, юн ли годами (человек), или молод душою;
2 ранний, в расцвете сил (ἥβη Arph.);
3 свежий (ν. καὶ πρόσφατος Plut.);
4 новый, недавний (λόγος Plut.; ξυντυχίαι Soph.).
II ὁ юноша, отрок Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾰρός: νεαρά, νεαρόν, ποιητ. ἀντὶ νέος (ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις), παῖδες Ἰλ. Β. 289· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. καὶ Τραγ. (ἴδε νεαλής)· νεαρὸς τὸ ἦθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: νέος τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 7· νεαροί, νέοι, νεανίσκοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 359, 1504· ν. σοφῶν ἀρετὰ Πιν. Ι. 8 (7). 105· ἥβη Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 74· - τὸ νεαρόν, ἡ νεανικὴ διάθεσις, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3· ν. λόγος Πλούτ. 2. 802Ε. 2) ἐπὶ πραγμάτων, νέος, πρόσφατος, ὕμνοι Ἡσ. Ἀποσπ. 34· νεαρά ἐξευρεῖν Πινδ. Ν. 8. 34· μυελὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 76· ν. δέλεαρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σαπρόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 23, πρβλ. π Ζ. Μορ. 3. 14, 24. 3) ἐπὶ συμβεβηκότων, νέος, πρόσφατος, ξυντυχίαι Σοφ. Ἀντ. 156· ἐπὶ ἐπιστολῆς, Διογ. Λ. 1. 112. 4) αἱ Νεαραί, αἱ novellae, ἐν τῇ ὑπὸ Ἰουστινιανοῦ συλλογῇ τῶν νόμων. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, νεανικῶς, ἀώρως, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50· νεαρωτέρως, μετὰ πλείστου θάρρους ἢ διαθέσεως, Ἰσοκρ. 280C. [νεα- κατὰ συνίζησιν ὡς μία μακρὰ συλλαβή, Πινδ. Π. 10. 39].
English (Slater)
νεᾰρός (
1 εα (P. 10.25), (N. 8.20) )
a young, youthful καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (P. 10.25) καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροσιν ἀρετὰν Ἀχιλέος (Er. Schmid: καὶ νἐ ἐνέδειξεν codd.) (I. 8.47)
b novel pro subs. νεαρὰ δ ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος (N. 8.20)
Spanish
Greek Monolingual
νεαρή, νεαρό (ΑΜ νεαρός, νεαρά, νεαρόν)
μικρός ως προς την ηλικία, πολύ νέος
νεοελλ.
αυτός που πριν από λίγο άρχισε να υπάρχει ή αυτός που πριν από λίγο έλαβε υπόσταση («νεαρός γιατρός»)
(νεοελλ.-μσν.) (το πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι Νεαρές, αἱ Νεαραί
α) συλλογή νόμων που εκδόθηκαν από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανό Α' και οι οποίες περιλήφθηκαν στο κυριότερο νομοθετικό έργο του
β) (γενικά) διατάξεις που εκδίδονταν και από άλλους αυτοκράτορες του Βυζαντίου για να συμπληρώσουν ή να τροποποιήσουν κώδικες που ήδη υπήρχαν
(μσν. -αρχ.) (για πράγματα) νωπός, φρέσκος
αρχ.
1. ζωηρός, δυνατός
2. (για συμβάντα) πρόσφατος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ νεαροί
νεανίσκοι
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεαρόν
νεανική, διάθεση, σφριγηλότητα.
επίρρ...
νεαρώς (Α νεαρῶς)
με νεαρό τρόπο
αρχ.
(το συγκριτ.) νεαρωτέρως
με περισσότερο θάρρος ή με περισσότερη διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. -αρός (πρβλ. βλαδύς / βλαδός: βλαδ-αρός)].
Greek Monotonic
νεᾰρός: νεαρά, νεαρόν, ποιητ. αντί νέος·
I. 1. νέος σε ηλικία, νεαρός, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· νεαροί, νεολαίοι, σε Αισχύλ.· τὸ νεαρόν, νεανικό φρόνημα, νεανική διάθεση, σε Ξεν.
2. λέγεται για πράγμ., καινούριος, νωπός· νεαρὰἐξευρεῖν, σε Πίνδ.· νεαρὸς μυελός, σε Αισχύλ.
3. λέγεται για γεγονότα, νέος, πρόσφατος, σε Σοφ.
II. επίρρ. νεαρῶς, νεανικά, πρόωρα, σε Λουκ.
Middle Liddell
νεᾰρός, νεαρή, νεαρόν [poetic for νέος
I. young, youthful, Il., Trag.; νεαροί youths, Aesch.;— τὸ ν. youthful spirit, Xen.
2. of things, new, fresh, νεαρὰ ἐξευρεῖν Pind.; ν. μυελός Aesch.
3. of events, new, recent, Soph.
II. adv. νεαρῶς, youthfully, rawly, Luc.
Léxico de magia
-όν joven de Helios ἧκε μοι ... ὁ πρωίας ν. καὶ ὀψὲ πρεσβύτης, ὁ τὸν ὑπὸ γῆν διοδεύων πόλον καὶ πυρίπνεος <ἀνατέλλ>ων ven a mí, el joven por la mañana y por la tarde anciano, tú que recorres el polo bajo tierra y surges respirando fuego P I 33
Translations
young
Abkhaz: ақуҧш; Afrikaans: jonk; Ainu: ペウレ; Albanian: ri; Arabic: صَغِير, حَدَث, شَابّ, صَغِير اَلسِّنّ; Egyptian Arabic: شب, صغير; South Levantine Arabic: زغير; Aragonese: choven; Armenian: երիտասարդ; Aromanian: tinir; Assamese: ডেকা; Asturian: xoven; Azerbaijani: gənc, cavan; Balinese: muda, nguda; Baluchi: جوان; Bashkir: йәш; Basque: gazte; Belarusian: малады, юны; Bengali: যুবক, যুবতী, তরুণ, জোয়ান; Breton: yaouank; Brunei Malay: muda; Bulgarian: млад; Burmese: ငယ်; Catalan: jove; Chamicuro: shac̈hullo; Chechen: къона, жима; Chinese Cantonese: 年輕, 年轻; Dungan: нянчин; Hakka: 年輕, 年轻; Mandarin: 年輕, 年轻; Min Dong: 年輕, 年轻; Min Nan: 年輕, 年轻; Wu: 年輕, 年轻; Chuvash: ҫамрӑк; Cornish: yowynk; Crimean Tatar: yaş, genç; Czech: mladý; Dalmatian: jaun; Danish: ung; Dutch: jong, jeugdig; Esperanto: juna; Estonian: noor; Evenki: илмакта; Faroese: ungur; Finnish: nuori; French: jeune; Old French: jovene, juene; Friulian: zovin, ğovin; Galician: xove; Georgian: ახალგაზრდა; German: jung, jugendlich; Pennsylvania German: jung; Gothic: 𐌾𐌿𐌲𐌲𐍃; Greek: νεαρός, άπλερος; Ancient Greek: νέος; Gujarati: યુવાન; Haitian Creole: jèn; Hebrew: צָעִיר; Higaonon: mangohod; Hindi: जवान; Hungarian: fiatal, ifjú; Icelandic: ungur; Ido: yuna; Inari Sami: nuorâ; Indonesian: muda; Ingrian: noor; Ingush: къона; Interlingua: juvene; Irish: óg; Istriot: xuvena; Italian: giovane; Japanese: 若い; Javanese: enom, nom, nèm, timur; Kannada: ತರುಣ; Karachay-Balkar: жаш; Karakhanid: ياشْ; Kashubian: młodi; Kazakh: жас; Khmer: ក្មេង; Khmu: ຫນຶມ; Korean: 어리다, 젊다; Kumyk: яш; Kurdish Central Kurdish: گەنج; Northern Kurdish: ciwan, xort; Kyrgyz: жаш; Ladino: mansevo, djoven, chiko; Lao: ຍຸພະ; Latgalian: jauns; Latin: iuvenis, puer, puella, adolescens; Latvian: jauns; Laz: biç̌i, bozo; Lithuanian: jaunas; Lombard: giovin, giuin, gioven, giovena; Louisiana Creole French: jènn; Luxembourgish: jonk; Macedonian: млад; Maguindanao: manguda; Malay: muda; Malayalam: ഇളയതായ; Maltese: żagħżugħ, żagħżugħa, żgħażagħ; Manchu: ᠠᠰᡳᡥᠠᠨ; Manx: aeg; Maori: taitamariki; Maranao: mangoda, moda; Marathi: तरुण; Mingrelian: ახალგაზდა; Mongolian: залуу; Mòcheno: jung; Nanai: наондёан; Nepali: तन्नेरी, तरुण, जवान; Nganasan: нумәә; Norman: janne; Norwegian: ung; Occitan: jove; Okinawan: 若さん; Old Church Slavonic Cyrillic: младъ; Glagolitic: ⰿⰾⰰⰴⱏ; Old East Slavic: молодъ; Old English: geong; Old Javanese: nguḍa, nwam; Old Norse: ungr; Old Saxon: giung, jung; Old Turkic: 𐰖𐰀𐰽; Ossetian: ӕрыгон, ӕвзонг; Pashto: ځوان; Persian: جوان; Plautdietsch: junk; Polish: młody; Portuguese: jovem; Quechua: wamra, wayna; Romani: terno; Romanian: tânăr, june; Romansch: giuven; Russian: молодой, юный, младой; Rusyn: молодый; Sanskrit: युवन्, कनीन; Sardinian: giovanu; Scots: yung; Scottish Gaelic: òg; Serbo-Croatian Cyrillic: мла̑д; Roman: mlȃd; Sicilian: giùvini; Silesian: mody; Sindhi: جوان; Sinhalese: තරුණ; Skolt Sami: nuõrr; Slovak: mladý; Slovene: mlád; Sorbian Lower Sorbian: młody; Upper Sorbian: młody; Spanish: joven; Sundanese: anom; Swahili: -changa, -dogo; Swedish: ung; Tagalog: bata; Tajik: ҷавон; Tamil: இளைய, இளம்; Tatar: яшь; Telugu: యువ; Thai: เด็ก, หนุ่ม, สาว; Tibetan: གཞོན་ནུ; Tofa: ниит; Turkish: genç; Turkmen: ýaş; Ugaritic: 𐎕𐎙𐎗; Ukrainian: молодий, юний; Urdu: جوان; Uyghur: ياش; Uzbek: yosh; Venetian: xovane; Vietnamese: trẻ, non; Vilamovian: jong; Votic: noori; Welsh: ieuanc, ifanc; West Frisian: jong; White Hmong: hluas; Yiddish: יונג; Zazaki: ciwan; Zhuang: coz, nomj
new
Abkhaz: аҿыц; Afrikaans: nuwe, nuut; Ahom: 𑜉𑜧, 𑜉𑜨𑜧; Ainu: アシㇼ; Akan: foforo; Aklanon: bag-o; Albanian: ri; Amharic: አዲስ; Andi: цӏив; Arabic: جَدِيد, حَدِيث; Egyptian Arabic: جديد; Hijazi Arabic: جَديد; Moroccan Arabic: جديد; South Levantine Arabic: جديد; Aragonese: nuevo; Argobba: ሐጅስ; Armenian: նոր; Aromanian: nou, nãu, não; Ashkun: nuŋa; Assamese: নতুন; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܲܕܬܵܐ, ܬܵܙܵܐ; Asturian: nuevu; Avar: цӏияб; Azerbaijani: yeni, təzə; Balinese: anyar; Bashkir: яңы; Basque: berri; Bau Bidayuh: bauh; Belarusian: новы; Bengali: নয়া, নতুন; Bouyei: mos; Breton: nevez; Brunei Malay: baru; Bulgarian: нов; Burmese: သစ်; Buryat: шэнэ; Catalan: nou; Cebuano: bag-o; Central Melanau: baou; Chamicuro: peswatalo; Chechen: керла, цӏина; Cherokee: ᎢᏤᎢ; Chinese Cantonese: 新; Dungan: щин; Gan: 新; Hakka: 新; Jin: 新; Mandarin: 新; Min Bei: 新; Min Dong: 新; Min Nan: 新; Wu: 新; Xiang: 新; Chuvash: ҫӗнӗ; Cornish: nowydh; Crimean Tatar: yeñi; Czech: nový; Dalmatian: nuf; Danish: ny, frisk; Daur: shingken; Dongxiang: shini; Dutch: nieuw, jong; Erzya: од; Esperanto: nova; Estonian: uus; Evenki: омакта; Extremaduran: nuevu; Faroese: nýggjur; Fijian: vou; Finnish: uusi; Franco-Provençal: nôvo, novél; French: nouveau, nouvel, neuf; Friulian: gnûf, gnûv; Gagauz: eni; Galician: novo; Ge'ez: ሐዲስ; Georgian: ახალი; German: neu; Bavarian: nei; Alemannic German: nöi; Rhine Franconian: nai; Gilbertese: bou; Gorontalo: bohu; Gothic: 𐌽𐌹𐌿𐌾𐌹𐍃; Greek: νέος, καινούργιος; Ancient Greek: νέος, καινός; Gujarati: નવું; Haitian Creole: nèf; Hausa: sabo; Hawaiian: hou; Hebrew: חָדָשׁ; Higaonon: bag-o; Hiligaynon: bag-o; Hindi: नया, नवीन, नव, नूतन, नव्य, नवा, ताज़ा; Hittite: 𒉋𒀸; Hungarian: új; Icelandic: nýr; Ido: nova; Ilocano: baro; Inari Sami: uđđâ; Indonesian: baru, baharu; Ingush: керда; Interlingua: nove; Inuktitut Inuttut: nutâk; South Baffin: ᓄᑖᖅ; Iranun: bagu; Irish: nua, úr; Isnag: baxo; Istriot: nuo; Italian: nuovo; Japanese: 新しい, 新; Javanese: anyar; Jingpho: nnan; Kabuverdianu: nobu; Kalmyk: шин; Kamkata-viri: nuĩ; Kannada: ಹೊಸ; Kapampangan: bayu; Karakalpak: jan'a; Kashubian: nowi; Kazakh: жаңа; Khakas: наа; Khmer: ថ្មី; Kikai: 新ーさい; Kinaray-a: bag-o; Korean: 새롭다, 새, 신(新), 뉴; Koryak: нытуйӄин; Krio: nyu; Kumyk: янгы; Kunigami: 新ーせん; Kurdish Central Kurdish: نوێ, تازە; Northern Kurdish: nû; Kyrgyz: жаңы; Ladin: nuef; Ladino: muevo, nuevo; Lao: ໃໝ່; Latgalian: jauns, napasenejs; Latin: novus, novellus; Latvian: jauns; Lezgi: цӏийи; Lithuanian: naujas; Livonian: ūž; Lombard: nöff, nœuv; Louisiana Creole French: nouvo, nouvèl, nèf; Low German: nee; Lü: ᦺᦖᧈ; Lule Sami: ådå; Luxembourgish: nei; Macedonian: нов; Malay: baru, baharu; Malayalam: പുതിയ, പുതിയത്; Maltese: ġdid; Manchu: ᡳᠴᡝ; Manggarai: weru; Manx: noa, oor; Maori: hōu; Maranao: bego; Mari: у; Mauritian Creole: nef; Middle English: newe; Middle Persian: nēw; Minangkabau: baharu; Mirandese: nuobo; Miyako: 新; Mongolian: шинэ; Mongolian: ᠰᠢᠨᠡ; Nahuatl: yancuic; Navajo: ániid, ániidí; Neapolitan: nuovo; Nepali: नयाँ; Nivkh: ч'уздь; Norman: nouvieau; North Frisian: nei; Northern Amami-Oshima: 新ーさり; Northern Sami: ođas; Norwegian: ny; Occitan: nòu; Oki-No-Erabu: 新ーさん; Okinawan: 新ーさん; Old Church Slavonic Cyrillic: новъ; Glagolitic: ⱀⱁⰲⱏ; Old East Slavic: новъ; Old English: nīewe; Old Javanese: hañar; Old Persian Oriya: ନୂତନ; Oromo: haaraa; Oscan: 𐌍𐌞; Ossetian: нӕуӕг, ног; Pangasinan: balo; Papiamentu: nobo; Pashto: نوی; Persian: نو, تازه, جدید; Piedmontese: neuv; Pite Sami: årrå; Plautdietsch: nie; Polish: nowy; Portuguese: novo; Prasuni: unū̃; Punjabi: ਨਵਾਂ; Quechua: musog, muşog, musuq; Rapa Nui: ho'ou; Romagnol: növ; Romani: nevo; Romanian: nou; Romansch: nov, niev, nouv; Russian: новый; Rusyn: новый; Samoan: fou; Samogitian: naus; Sanskrit: नव; Sardinian: nobu, nou, novu; Campidanese: nou; Saterland Frisian: näi; Scottish Gaelic: ùr, nuadh; Serbo-Croatian Cyrillic: но̏в; Roman: nȍv; Seychellois Creole: nef, nouvo; Shan: မႂ်ႇ; Sherpa: གསམ་པ; Shor: наа; Sicilian: novu; Sidamo: haro; Silesian: nowy; Sindhi: نئون; Sinhalese: අලුත්, නව; Skolt Sami: ođđ; Slovak: nový; Slovene: nȍv; Somali: cusub; Sorbian Lower Sorbian: nowy; Upper Sorbian: nowy; Southern Altai: јаҥы; Southern Sami: orre; Spanish: nuevo; Sranan Tongo: nyun; Sundanese: weuteuh, anyar; Swahili: -pya; Swedish: ny; Tabasaran: цӏийн, таза; Tagalog: bago; Tahitian: 'āpī, hou; Tai Dam: ꪻꪢ꪿; Tai Nüa: ᥛᥬᥱ; Tajik: нав, ҷадид; Tamil: புதிய; Tarantino: nuève; Tatar: яңа; Tausug: bagu; Telugu: కొత్త, క్రొత్త, నవ్యము; Ter Sami: ott; Tetum: foun; Thai: ใหม่, สด; Tibetan: གསར་པ; Tigrinya: ሓድሽ; Tocharian A: ñu; Tocharian B: ñuwe; Toku-No-Shima: 新ーさい; Turkish: yeni; Turkmen: täze, ýaňy; Tuvan: чаа; Udmurt: выль; Ugaritic: 𐎈𐎄𐎘; Ukrainian: новий; Ume Sami: ođđe; Urdu: نیا; Uyghur: يېڭى; Uzbek: yangi; Venetian: novo, nóvo; Veps: uz'; Vietnamese: mới; Volapük: nulik; Võro: vahtsõnõ; Waigali: nuŋa; Walloon: novea; Waray-Waray: bag-o; Welsh: newydd; West Frisian: nij; Western Bukidnon Manobo: beɣu; Written Yaeyama: 新ーさん; Yagnobi: нава; Yakut: саҥа; Yámana: yarma; Yiddish: נײַ; Yonaguni: 新ーん; Yoron: 新ーさん; Zazaki: newe; Zealandic: nieuw; Zhuang: moq; Zulu: sha
youthful
Armenian: երիտասարդ; Catalan: juvenil, jovenívol; Chinese Mandarin: 青春的, 年輕, 年轻; Danish: ungdommelig; Finnish: nuorekas, nuorehko; French: juvénile, jeune; Galician: xuvenil; Georgian: ახალგაზრდა, ახალგაზრდული, ჭაბუკური; German: jugendlich, jung; Ancient Greek: ἡβητής, ἡβατάς, ἁβατάς, νεαρός; Irish: anaosta; Italian: giovanile; Japanese: 若々しい; Latin: iuvenis, primaevus; Maori: taiohi; Middle English: yongly; Norwegian Bokmål: ungdommelig; Nynorsk: ungdomleg, ungdommeleg; Portuguese: juvenil, jovem; Russian: юношеский, моложавый, молодой; Sanskrit: अर्भग; Scottish Gaelic: ògail; Spanish: juvenil, joven; Swedish: ungdomlig, ung; Yiddish: יוגנטלעך