φιλορρώμαιος

Greek Monolingual

-αία, -ον, και φιλορ- (ρ)ωμαῖος, -αία, -ον, Α
αυτός που αγαπά τους Ρωμαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Ῥωμαῖος].