φιλυποψία
German (Pape)
[Seite 1289] ἡ, Neigung, Hang zum Argwohn, zw.
Greek Monolingual
η, Ν
η ιδιότητα του φιλύποπτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύποπτος. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. φιλυποψίαι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
[Seite 1289] ἡ, Neigung, Hang zum Argwohn, zw.
η, Ν
η ιδιότητα του φιλύποπτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύποπτος. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. φιλυποψίαι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].