φιλόκενος
English (LSJ)
φιλόκενον, loving emptiness, στόμα( = ματαιολόγον) Suid.
German (Pape)
[Seite 1280] das Leere liebend, leeren Schein, Prunk liebend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκενος: -ον, ὁ φιλῶν τὰ κενά, τὰ μάταια, «φιλόκενον στόμα, ματαιολόγον» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει την τάση να χρησιμοποιεί λέξεις χωρίς νόημα («φιλόκενον στόμα», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κενός.