φιλόκηπος

English (LSJ)

φιλόκηπον, fond of a garden, D.L.9.112.

German (Pape)

[Seite 1281] Gartenfreund, D. L. 9, 112.

Russian (Dvoretsky)

φιλόκηπος: любящий сады Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκηπος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κήπους, Διογ. Λαέρτ. 9. 112.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσουν οι κήποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κήπος].