φιλόπλοος

English (LSJ)

φιλόπλοον, contr. φῐλόπλους, ουν, familiar with sailing, AP6.236 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1283] zsgzgn φιλόπλους, ουν, gern schiffend, schwimmend, τεύχεα νηῶν, Philp. 30 (VI, 236).

Russian (Dvoretsky)

φιλόπλοος: стяж. φιλόπλους 2 любящий плавание (τεύχεα νηῶν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ὁ ἀγαπῶν νὰ πλέῃ, Ἀνθ. Π. 6. 236.

Greek Monotonic

φῐλόπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν, αυτός που αγαπά να πλέει, να ταξιδεύει στη θάλασσα, σε Ανθ.