φιλόσμηνος

English (LSJ)

φιλόσμηνον, loving beehives or swarms of bees, ib.5.251.

German (Pape)

[Seite 1285] Bienenstöcke, Bienenschwärme liebend, μέλισσα Nonn. D. öfters.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόσμηνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ σμήνη ἢ τὰς κυψέλας τῶν μελισσῶν, Νόνν. Δ. 5. 252.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά τα σμήνη ή τις κυψέλες τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + σμῆνος.