φισκίνα
Greek Monolingual
ἡ, Μ
δεξαμενή, κολυμβήθρα («εἰς τὸ χεῖλος τῆς φισκίνης ὅπου ἐβαπτίσατέ με», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. piscina «δεξαμενή, κολυμπήθρα, ιχθυοτροφείο»].
ἡ, Μ
δεξαμενή, κολυμβήθρα («εἰς τὸ χεῖλος τῆς φισκίνης ὅπου ἐβαπτίσατέ με», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. piscina «δεξαμενή, κολυμπήθρα, ιχθυοτροφείο»].