φιτυποίμην

English (LSJ)

ενος, ὁ, poet. for φυτοκόμος, tender of plants, gardener, ἀνδρὸς φ. δίκην A.Eu.911.

French (Bailly abrégé)

ενος (ὁ) :
jardinier.
Étymologie: φῖτυ, ποιμήν.

Russian (Dvoretsky)

φῑτῠποίμην: ενος adj. m ухаживающий за растениями: ἀνὴρ φ. Aesch. садовник.

Greek (Liddell-Scott)

φῑτῠποίμην: -ενος, ὁ, ποιητικ. ἀντὶ φυτοκόμος, ὁ περιποιούμενος τὰ φυτά, κηπουρός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 910· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 195.

Greek Monolingual

-ενος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) φυτοκόμος, κηπουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῖτυ «κλαδί, βλαστάρι» + ποιμήν, -ένος].

Greek Monotonic

φῑτῠποίμην: -ενος, ὁ, αυτός που περιποιείται τα φυτά, κηπουρός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φῑτῠ-ποίμην, ενος,
a tender of plants, gardener, Aesch.